Λαγόρας

Λαγόρας
(3ος αι. π.Χ.). Κρητικός στρατηγός. Ήταν επικεφαλής σώματος Κρητών μισθοφόρων και διακρίθηκε για τις οργανωτικές και τις διοικητικές του ικανότητες, καθώς και για τη γενναιότητα που επεδείκνυε την ώρα της μάχης. Σύμφωνα με μαρτυρίες του ιστορικού Πολύβιου, ο Λ., υπό την καθοδήγηση του Πτολεμαίου Φιλοπάτορα, συμμετείχε στην κατάληψη της Βηρυτού, ενώ στη διάρκεια της πολιορκίας των Σάρδεων από τον Αντίοχο τον Μέγα, ήταν ο πρώτος που κατάφερε να ανέβει στα τείχη της πόλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λαγόρας — Λαγόρᾱς , Λαγόρας masc acc pl Λαγόρᾱς , Λαγόρας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαγόρα — Λαγόρᾱ , Λαγόρας masc nom/voc/acc dual Λαγόρᾱ , Λαγόρας masc voc sg (attic) Λαγόρᾱ , Λαγόρας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαγόραν — Λαγόρᾱν , Λαγόρας masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”